Σουλιώτες - Αρβανίτες, εποικίσαντες στην Κέρκυρα.
Σουλιώτες - Αρβανίτες, εποικίσαντες στην Κέρκυρα.
Της Bandiera tου Αη Μαθιά
Η
ιστορία της ανθρωπότητας, είναι ουσιαστικά ιστορία πληθυσμιακών μεταναστεύσεων.
Όλοι μας είμαστε απόγονοι, κάποιων κάποτε μεταναστών. Όλες οι πόλεις και οι
οικισμοί δημιουργήθηκαν από κάποιους που είτε μεμονωμένα, είτε μαζικά και
οργανωμένα έφυγαν από τα χώματα τους, και έκτισαν νέους οικισμούς σε νέα χώματα
και νέες πατρίδες. Η ανθρώπινη περιέργεια, αλλά και η πείνα, η δυστυχία, οι
άσχημες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, οι λιμοί, η καταπίεση, αλλά κυρίως οι
συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις ήταν οι κυριότερες αιτίες που ανάγκαζαν τους
μακρινούς μας προγόνους “να πάρουν των οματιών τους”.
Ιδιαίτερα
κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα, όπου οι πολεμικές συρράξεις έγιναν πιο έντονες και
φονικές, μεγάλες μάζες πληθυσμών, πολλές φορές και ολόκληρες εθνοτικές ομάδες,
μετανάστευαν. Η ιστορία του Βαλκανικού λεγόμενου χώρου είναι πλούσια, σε
τέτοιου είδους μεταναστεύσεις. Μια από τις μεγαλύτερες μεταναστεύσεις των
Βαλκανίων ήταν και αυτή των κατοίκων της Βόρειας Ιλλυρίας. Δηλαδή αυτών που
κατόπιν συναντούμε διάσπαρτους στον Ελλαδικό χώρο και χαρακτηρίζουμε με την
ονομασία Αρβανίτες.
Αρκετά
μεγάλες μάζες των πληθυσμών αυτών κατά τον 14ο αιώνα
μεταναστεύουν νότια, και φτάνουν μέχρι την Αττική και την Πελοπόννησο. Λίγο
αργότερα αυτοί που εποίκησαν την περιοχή του Σουλίου, και δημιούργησαν τα
ξακουστά Σουλιοτοχώρια, (απόγονοι των οποίων μετανάστευσαν κατόπιν στην Κέρκυρα
και στους οποίους αναφέρεται το σημερινό αφιέρωμα) ήταν εκείνοι που ξεκίνησαν
από την περιοχή της Δίβρης βορειοανατολικά των Τιράνων. Θρήσκευμα Ορθόδοξοι.
Γλώσσα Αρβανίτικη με λίγες Ελληνικές, Λατινικές και Σλάβικες επιρροές. Για δύο περίπου αιώνες, ζουν, δημιουργούν και αγωνίζονται στον κακοτράχαλο και
ορεινό αυτόν τόπο. Ώσπου ο Αλη Πασάς μετά από πολλές προσπάθειες στα 1803
κυριεύει τα μέρη τους. Τότε γίνεται το ολοκαύτωμα στο Κούγκι, και ο γυναικείος
χορός του Ζαλόγγου. Όμως ένας μεγάλος αριθμός των Σουλιωτών μαχητών, μαζί με
τις οικογένειες τους και τα λίγα υπάρχοντά τους, μέσω της Πάργας μεταναστεύουν
στους Παξούς και την Κέρκυρα. Η συντριπτική πλειοψηφία τους στην Κέρκυρα.
Πρέπει
να ήταν περίπου τρεις χιλιάδες. Ερχόμενοι στην Κέρκυρα αναγκάστηκαν να δηλώσουν
επίθετο. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η πλειοψηφία των επωνύμων που
δηλώνεται είναι Πατρωνυμικά. Και αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι
Σουλιώτες στον τόπο τους ήταν ενταγμένοι σε μεγάλες φάρες. Όλοι αυτοί από το
1803 έως το 1840 διασπάρθηκαν σε 36 χωριά, 57 οικισμούς , σε 6 αδιευκρίνιστες
τοποθεσίες, όπως και στα προάστια και πόλη της Κέρκυρας. Αρχικά οι πρόσφυγες
αυτοί με τις οικογένειες τους καταφεύγουν στα Μπόργα (προάστια) περιμετρικά της
Πόλης. Επίσης αρκετοί στις γύρω της πόλης περιοχές (Βυρός – Κανάλια – Aλεπού -
Αφρα – Εβροπούλοι). Οι περισσότεροι άνδρες εντάσσονται έμμισθα στις
Στρατιωτικές φρουρές των τότε κυρίαρχων του νησιού. Ρώσων αρχικά, Γάλλων μετά,
και Άγγλων κατόπι. Δημιουργείται το Αρβανίτικο τάγμα. Όμως στα 1818 οι Άγγλοι
αποφασίζουν να διαλύσουν το τάγμα αυτό.
Τότε
η ανάγκη του μεροκάματου, όπως επίσης και το γεγονός ότι είχαν πλέον πληθύνει,
έστειλε πολλούς από αυτούς προς τα χωριά. Στην περιοχή που σχηματικά δίνουμε
την Ενετική ονομασία "Μπαντιέρα Αη Μαθιά", και που αργότερα απετέλεσε
τον Δήμο Μελιτειέων τα χωριά που εγκαταστάθηκαν Σουλιώτες ήταν : Aη Μαθιάς,
Βραγκανιώτικα, Μεσσογγή, Μοραΐτικα , Επισκοπιανά, Σπήλιο (Ανω / Κάτω) ,
Σταυρός, Στρογγυλή, Χλωμοτιανά. Στην νέα αυτή γη της νότιας Κέρκυρας, γη
πλούσια σε νερά και βοσκοτόπια, βρίσκουν πρωταρχικά απασχόληση και ζεστασιά οι
ξεριζωμένοι και βασανισμένοι αυτοί άνθρωποι. Βοσκοί στο Σούλι οι περισσότεροι,
βρίσκουν απασχόληση σαν πιστικοί στα πολλά κοπάδια της περιοχής. Όμως γίνονται
και καλοί γεωργοί, όπως και μυλωνάδες, αχθοφόροι, η ακόμη οικοδόμοι και εργάτες
πέτρας. Αρχικά τα υποστατικά των αρχόντων της περιοχής, και ακόμη διάφορα
ερημωμένα παλιόσπιτα των τότε οικισμών τους στεγάζουν. Όμως με τον καιρό,
δουλεύοντας σκληρά δημιουργούν περιουσίες. Παντρεύονται και δημιουργούν
πολυπληθείς οικογένειες.
Η
ανάγκη στέγασης τους είναι μεγάλη. Δημιουργούν δικές τους κατοικίες. Απόδειξη
της πληθυσμιακής αυτής αύξησης και επέκτασης είναι η Μεσσογγή. Το σημερινό
χωριό της Μεσσογγής είναι καθεαυτό Σουλιώτικο δημιούργημα. Αυτό γίνεται κυρίως
μετά το 1830. Φυσικά μέχρι την στιγμή που σταδιακά η Μεσσογγή πήρε το χαρακτήρα
οικισμού, στην λεγόμενη Παραποτάμια της Μεσσογγής, δηλαδή κοντά στις όχθες του
ποταμιού, εκτός από τους μύλους και τα υποστατικά των τότε αρχόντων, υπήρχαν
και κάποια διάσπαρτα οικήματα. Επίσης κάποια παραπήγματα υπήρχαν στις όχθες της
μπούκας του ποταμιού. Διότι για αιώνες από το μέρος αυτό γινόταν με βάρκες διακίνηση
προϊόντων και αγαθών προς και από την πόλη της Κέρκυρας, όπως και προς και από
την Λευκίμμη. Όμως οργανωμένος οικισμός δεν υπήρχε.
Οι
λιγοστοί κάτοικοι του κομματιού αυτού, λογιζόταν σαν κάτοικοι του Κάτω Σπήλιου.
Αξιοσημείωτο επίσης γεγονός είναι ότι το Σπήλιο έως τα 1800, πριν δηλαδή την
έλευση των Σουλιωτών χωρίζεται σε Πάνω και Κάτω Σπήλιο. Το κάτω όμως στις τότε
απογραφές ονομάζεται “Κάτω Σπήλιο το Αρβανίτικο”. Διότι ιδιαίτερα κατά τον 16ο -
17ο και 18ο αιώνα γινόταν τόπος καταφυγής και
κατοικίας πολλών από αυτούς που από τις απέναντι Ηπειρωτικές περιοχές
μετανάστευαν στην Νότια Κέρκυρα. Όπως το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα
Βλομοτινά (μετέπειτα Χλωμοτιανά) που δέχεται αρκετούς Ηπειρώτες πρόσφυγες, και
επίσης στα Ψυχοπιανά (Επισκοπιανά). Γι αυτό και στα χωριά αυτά στα τεκμήρια της
εποχής αυτής (17ος – 18ος αιώνας) συναντάμε
αρκετά πατρωνυμικής προέλευσης ονοματεπώνυμα. «Ο Κωσταντής του Νίκου – Ο Γκίνης (Γιάννης στα Αρβανίτικα) του
Παύλου - Ο Γιώργος του Στάθη - Ο Γιάννης του Μάρκου – Ο Ντίνος του Κίτσου κ.α.
Ακόμη αρκετά επίθετα είχαν σαν βάση το Ηπειρώτικο Πάλης όπως το Γιωργοπάλης η
Παληκύρας». Έτσι δεν ήταν τυχαίο το ότι οι Σουλιώτες πρόσφυγες και οι
απόγονοί τους προτίμησαν να εγκατασταθούν στα χωριά αυτά. Όταν γόνοι των γενεών
Μπότση, Ρώσση, Τζατζηάνη Μόκα, αρχίζουν να χτίσουν τα σπίτια τους, πάνω στο
κύμα της θάλασσας. Έτσι όχι μόνο δεν έπαιρναν από κανένα ωφέλιμο τόπο, αλλά δεν
είχαν και κανένα εμπόδιο στο να αγναντεύουν τα απέναντι υπερήφανα βουνά του
Σουλίου.
Οι
Τσατσαναίοι είναι η πρώτη γενεά που δείχνει να πρωτοκατοικεί τα μέρη αυτά. Το
επώνυμο Τζατζηάνης (σε σχέση με τους σημερινούς μόνιμους κατοίκους του οικισμού
Μεσσογγής) είναι αυτό που πρώτο εμφανίζεται σε Ληξιαρχική πράξη βάπτισης της 10ης Απρίλη
του 1828 της εκκλησίας του Παντοκράτορος Χριστού στο Κάτω Σπήλιο που υπογράφει
ο Ιερομόναχος Δωρόθεος όπου
«...εβαπτίσθη ένα βρέφος θηλυκό
τoυ Δήμου Tζατζηάνη του ποτέ Παναγιώτη μετά της Παρασκευής του Γιωργάκη Ζαφείρη
από το Σούλι , και ονομάσθη Διαμαντίνα, και ήτον ανάδοχος ο Γάσπαρος Κεπαλούσης».
Στα
1835 όμως ο παραπάνω Τζατζηάνης ονομάζεται πλέον Τσατσάνης όπου
«...Ο Δήμος ο Τσατσάνης μετά της
γυναικός αυτού Παρασκευής του Γιωργάκη Ζαφείρη από το Σούλι, βαφτίζει ένα παιδί
σερνικό ημερών τριών… και του εδόθη το όνομα Παναγιότης. Ανάδοχος ο Μάρκος
Δάσσης από το Σούλι».
Εδώ
οφείλουμε να επισημάνουμε ότι σχεδόν όλα τα Σουλιώτικα επίθετα που περιείχαν το
συνθετικό Τζ και προφερόταν όπως το Αγγλικό Ch (χοντρό τσ) στην μετέπειτα
διαδρομή τους το γράμμα ζ , αντικαταστάθηκε από το σ. Έτσι το αρχικό Τζατζηάνης
γίνεται Τσατσάνης, ο Μπότζης γίνεται Μπότσης, ο Τζιάλας γίνεται Τσιάλας, ο
Τζήμας γίνεται Τσίμας , ο Τζίπης γίνεται Τσίπης κ.ο.κ.
Επόμενη
γενεά που εμφανίζεται αργότερα στην Μεσσογγή, είναι η γενεά των Μπότζη -
μετέπειτα Μπότση. Είναι όταν στις 18 Αυγούστου του 1835
«Ο Μπότζης Δημήτρης του ποτέ
Χριστοδούλου παντρεύεται την Παναγιώτα Μπάρμπα του Δούλου, εις γάμον πρώτον
αμφότεροι από Σούλι».
Αργότερα
εμφανίζεται η γενεά των Ρώσση, η οποία πρωταρχικά βρίσκεται στην Στρογγυλή, και
κατόπι στα Μωραϊτικα. Στα κατάστιχα της Υ.Θεοτόκου Οδηγήτριας της Στρογγυλής
βρίσκουμε τον Απρίλη του 1830 τον
«Ρόση Δημήτριο του ποτέ Αθανασίου
.. βαπτίζει ένα βρέφος αρσενικό έως μηνών δύο… και του εδόθη το όνομα Αντώνης».
Κατόπιν
στα 1834 Απριλίου 23 στην εκκλησία του Αη Δημήτρη στα Μωραϊτικα
«Ο Ρόσης Δημήτριος του ποτέ Δήμου
μετά της συμβίας αυτού Μαρίας, αμφότεροι από Σούλι βαπτίζουν ένα βρέφος
σερνικό… και του εδόθη το όνομα Βασίλης. Ανάδοχος ο Κόνγκας Χαραλάμπης από το
Σούλι...»
Γύρω
στα 1840 γόνος της οικογένειας αυτής κατοικεί πλέον μόνιμα στην Μεσσογγή. Αλλά
επώνυμα Σουλιωτών που εμφανίζονται στα κατάστιχα των βαπτίσεων, γάμων, και
τεθνεότων του ναού του Παντοκράτορα είναι : Tζιάλας και Τσάλας, Κούσης και
Γκούσης, Τζόρας, Καλησπεράτης, Τζημίρης και Τζηκίρης, Κόνγκας και Γκόγκας,
Τζαμαλής, Σουλιώτης, Πάσχος, Ντάσης .
Την
γενεά των Μόκα, τώρα Μούκα την πρωτοσυναντάμε στο Περιβόλι. Στο αρχικό αυτό
στάδιο εγκατάστασης τους στην Κέρκυρα και για μια περίπου γενιά, σε σχεδόν όλα
τα συνοικέσια και τους γάμους και η νύφη και ο γαμπρός είναι Σουλιώτες. Ήταν
ακόμη πολύ ανεπτυγμένο μεταξύ τους το αίσθημα της φάρας. Σπάνια όμως κάποια
ντόπια παντρεύεται Σουλιώτη, ή και το αντίθετο. Έτσι στην εκκλησία της Αγίας
Παρασκευής στα Βραγγανιώτικα στα 1806 και 1811 ο Σουλιώτης Ζέρβας Γιώργος και η
ΑγιοΜαθίτισα Μαρία Γουλουμή του ποτέ Κωσταντή βαπτίζουν τους γιούς τους Στάθη
και Παναγιώτη. Τον Παναγιώτη Ζέρβα τον συναντάμε ξανά στα 1835 να παντρεύεται
στην ίδια εκκλησία την Κοραμπά Θοδωρέλα του ποτέ Νικολάου.
Στον
Αη Μαθιά δεν παρατηρείται μεγάλη εισροή Σουλιωτών προσφύγων. Παρόλα αυτά στα
1804 θάβονται στο κοιμητήριο της εκκλησίας του χωριού δύο Σουλιώτισες. Η Χάϊδω
θυγατέρα του Δήμου Παπαδάτου τριών χρόνων, και η Σόφω θυγατέρα του Παπά
Παναγιώτη Τσαγκαριότη που παραθέτουμε και την ληξιαρχική πράξη θανάτου της .
«... αωδ ‘ Αυγούστου είκοσι οκτώ
κη. Απότηχε της παρούσης ζωής η Σόφο θυγατήρ του ΠαπαΠαναγιώτη ιερέος
Τζαγγαριότες από Χον από το Σούλι και εθάπτη εις την άνοθεν μονήν του Αγίου
Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου είς ένα παρεκκλήσιον εις τον Αγιον Νικόλαον
και η αρρόστια της από μαλίνια, και ήτανε χρονών τριάντα. Πέτρος Ιερεύς
Αρμενιάκος».
Στο
τέλος της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα υπάρχουν μόνο δύο
Σουλιώτικες οικογένειες. Η μία του Γιώτη Αρβανίτη που έχει κοπάδι από 80 γελάδια
και ακόμη μία οικογένεια με το επώνυμο Αρβανίτης που έχει κοπάδι από 15
Γελάδια. Στα 1829 πεθαίνει και η Βασίλω συζ του Γιώτη, και θάβεται στο
κοιμητήριο του Αη Θανάση. Ακόμη αναφέρονται και ο Πάνος Αλέξης και ο Λάμπρος ο
Γραίκος ο Αρβανίτης. Στο Πάνω και κάτω Σπήλιο στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας
του 19ου αιώνα σε σύνολο 24 οικογενειών οι 10 είναι
Σουλιώτικες. Εκεί απαντάμε τις οικογένειες των Καλησπεράτη, Μορφακιώτη,
Κόκκαλη, Τζάλα, Πανταζή, Ντάση (2) και Βουκουβίνου. Στα Χλομοτιανά σε σύνολο 27
οικογενειών οι 6 είναι Σουλιωτών. Είναι οι οικογένειες με επώνυμο
Ζάχος,Ταμπάκος, Γκόγκας, και Τζάλας (3). Στην παραποτάμια της Μεσσογγής
υπάρχουν 3 οικογένειες με επώνυμο Γκόγκας (2) και Τζώρτζης. Στον Σταυρό σε
σύνολο 74 οικογενειών οι 5 είναι Σουλιώτικες. Τα επώνυμα που απαντάμε είναι
Ζαμπλάκος (2) , Πανταζής, Σεχάτης, Βλάχος. Στα Βραγκανιώτικα συναντάμε τις
οικογένειες των Δράκου, Ζέρβα, και Ταμπάκου. Στα Μωραϊτικα της γενεές των
Τζώρτζη και Τζανή. Στα Επισκοπιανά η γενεά του Γκόγκα (1). Στην Στρογγυλή η γενεά
των Κούλια (1).
Με την πάροδο των χρόνων στα μέρη αυτά εγκαταστάθηκαν και άλλες Σουλιώτικες φάρες, κυρίως μέσω γάμων όπως Βάρθης - Καλόγερος - Μούκας - Βάγιας – Δήμας - Γρέκος και άλλες. Αυτό που μπορούμε σήμερα να πούμε είναι ότι, πάνω από το μισό του σημερινού πληθυσμού την πρώην κοινότητας Χλωμοτιανών που περιλάμβανε τους οικισμούς των Χλωμοτιανών, Βραγκανιώτικων, Μεσσογγής και Σπήλιου, όπως επίσης και του Αη Δημήτρη είναι Σουλιώτικης ή Αρβανίτικης λεγόμενης καταγωγής. Η συγκεντροποίησή τους στα χωριά αυτά την περίοδο 1830 – 1850 είχε σαν αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση του μόνιμου πληθυσμού των χωριών αυτών. Φυσικά όπως συνήθως συμβαίνει, στην διάρκεια των χρόνων μιας μόνο γενεάς, οι Σουλιώτες αυτοί πρόσφυγες, είχαν πλέον ενσωματωθεί στα δεδομένα της Κερκυραϊκής κοινωνίας.
Κείμενο: Κώστας Ανδριώτης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου