Το τέλος του Σουλίου
Το τέλος του Σουλίου, 2 Σεπτέμβρη
1822
Το Κάστρο της Κιάφας |
Μετά την μάχη στο Κομπότι, ήρθε η ατυχία
της Σπλάντζας και η καταστροφή του
Πέτα, την ίδια μέρα (4 Ιουλίου 1822), για να ολοκλήρωσε την αποτυχία του Μαυροκορδάτου, που ήταν ο δημιουργός και
κατηύθυνε την άστοχη εκστρατεία στην Ήπειρο. Τα πράγματα οδήγησαν σε συνθήκη με τους Τούρκους την 28 Ιουλίου 1822 και εγκατάλειψη του Σουλίου για τα Επτάνησα, στις 2 Σεπ 1822
Αφού έμειναν από εφόδια και κυρίως από νερό στο Κάστρο της Κιάφας
οι Σουλιώτες, δέχτηκαν να συνθηκολογήσουν με τους Τουρκαλβανούς. Παρά τις
παραινέσεις των τουρκαλβανών Ομέρ Βρυώνη, Σελιχτάρ Πόνιου και Αγοβασιάρη να
μείνουν και να συμμαχήσουν μαζί τους για λογαριασμό των Τούρκων με αρκετά
προνόμια από το Δοβλέτι, δεν δέχτηκαν παρά την επιμονή τους. Ζήτησαν να
αναχωρήσουν για τα Επτάνησα, με εγγυήσεις του αρμοστού των Επτανήσων, να επιβιβαστούν
σε πλοία με την Ιόνιο σημαία. Οι Τούρκοι συμφώνησαν με τις προτάσεις και
υπογράφτηκε στην Πρέβεζα η συνθήκη, στην οικία του πρόξενου Μέγγερ. Η συνθήκη
υποχρέωνε τους τουρκαλβανούς να δώσουν όσα μεταφορικά ζώα χρειαζόταν για να
μεταφέρουν τις οικογένειες και τα πράγματά τους ως την παραλία της Σπλάντζας
(Αμμουδιά). Να πληρώσουν δε, τα ναύλα των πλοίων και να δώσουν Τούρκους ομήρους
ως να μπουν στα πλοία.
Προσπάθησαν οι Σουλιώτες να καθυστερήσουν την αναχώρηση από την
Κιάφα όσο μπορούσαν, ελπίζοντας μήπως βρέξει και κατάφερναν να έχουν νερό για
να μπορούν να αντισταθούν, όμως μάταια. «Πεισθέντες δε εις την απόφασιν της
ειμαρμένης απεφάσισαν και δεύτερον ν’ αφήσωσι την φιλτάτην γην της γεννήσεώς
των…» γράφει χαρακτηριστικά γι’ αυτό ο Λάμπρος Κουτσονίκας. Έτσι έφυγαν
οριστικά από το Σούλι, καταφθάνοντας στην Κεφαλλονιά.
Όλα τελείωσαν για το Σούλι στις 31 Αυγούστου 1822 τα γυναικόπαιδα,
μαύρο καραβάνι σε μακριά γραμμή, κατέβηκαν με ψυχικό θρήνο στη Σαμονίβα, στην
σκάλα της Τζαβέλλαινας προς τη Γλυκή. Τα βράχια που αγάπησαν με πάθος δε θα τα
ξανάβλεπαν πια. Την ίδια μέρα έφτασαν στη Σπλάντζα και μπήκαν στα καράβια.
Στις 2 Σεπτέμβρη
παράτησαν την Κιάφα κι οι Σουλιώτες ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο. Έφυγαν οι
υπερήφανοι άντρες αφού πήραν μέσα στην ψυχή τους το Σούλι, όλα τα βουνά στα
οποία τόσα όνειρα ζύμωσαν και τα οποία με τόσο αίμα πότισαν. Δεν υπάρχει απ’ το
Σεπτέμβρη του 1822 τίποτ’ άλλο στο Σούλι, που να φανερώνει ότι υπήρχε ζωή, παρά ο άνεμος να σφυρίζει περνώντας από τα ορθωμένα βράχια και να απλώνεται στις κιάφες και ανάμεσα στα στενά περάσματα, θαρρείς ο απόηχος της Σουλιώτικης
πολεμικής ιαχής:
«Ω
ντέρα ω μπούρα… μπι τα… ω τρίμα…».
Έμεινε από τότε και παραμένει πάντα και θάναι εσαεί το Σούλι, θρύλος. Θρύλος που θα ζει ανάμεσά μας και θα παροτρύνει τις νέες γενιές να πάρουν την σκυτάλη από το απλωμένο χέρι του και να την πάνε ακόμα μακρύτερα. Εκεί μακριά... Εκεί ψηλά, που θα βλέπουν την λάμψη του την άφθαστη.
Ο δρόμος της αρετής, της αξιοπρέπειας, της αγάπης, στην ζωή, στην
ελευθερία, στον άνθρωπο είναι δύσκολος, αλλά ωραίος και πιο όμορφος από την
ίδια την ζωή.
Εδώ κάπου ίσως τελείωσε η 1η πράξη για τους Σουλιώτες…
Όμως συνεχίστηκε με μεγάλες ακόμη θυσίες για την απελευθέρωση ολόκληρης της
ελεύθερης σήμερα Ελλάδας ως τους πολέμους του 1912-13 και ακόμη το 1940-41. Έδωσαν
πάντα το παρόν προσθέτοντας σελίδες γραμμένες δυστυχώς με αίμα και δεν
ξαναγύρισαν πια στο Σούλι. Ωστόσο από κάπου μας κοιτάζουν, βλέπω το χαμόγελό
τους και την καθαρή ματιά τους.
Ας σταθούμε με γνώση, με σύνεση και σεβασμό απέναντι στην ιστορία
χιλιετηρίδων, που μοιραία πήραμε την σκυτάλη της και πρέπει να την παραδώσουμε,
χωρίς να γίνουμε οσφυοκάμπτες.
Ας μην επιτρέψουμε να την
φιμώσει ο δόλος είτε η αφέλεια!
Λάμπρου Κουτσονίκα
Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως
Νίκος Γ. Ζιάγκος (εκ
Ποπόβου) βιβλ. Μάρκος Μπότσαρης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου